εργολήπτης

εργολήπτης
ο (AM ἐργολήπτης)
ο εργολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ- τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα-λήπτης, δωρο-λήπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εργολήπτης — ο βλ. εργολάβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργολήπτας — ἐργολήπτᾱς , ἐργολήπτης masc acc pl ἐργολήπτᾱς , ἐργολήπτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλήπτωρ — ἐκλήπτωρ και ἐκλήμπτωρ, ο (AM) εργολήπτης, ανάδοχος έργου μσν. 1. εισπράκτορας φόρων 2. αυτός που παίρνει μισθό για κάποια υπηρεσία …   Dictionary of Greek

  • εργοληπτικός — ή, ό [εργολήπτης] ο σχετικός με τον εργολήπτη ή την εργοληψία …   Dictionary of Greek

  • εργώνης — ἐργώνης, ὁ (Α) εργολάβος, εργολήπτης …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρον — ενδιαφέρον, το οντος, πληθ. οντα 1. φροντίδα για κάτι, μέριμνα, μέλημα. 2. εξαιρετική προσοχή, ιδιαίτερη εντύπωση: Το νέο φάρμακο προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. 3. ό,τι κινεί ιδιαίτερα την προσοχή, ό,τι δονεί την ψυχή: Η ταινία αυτή δεν έχει κανένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργολάβος — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει έργο κατ αποκοπή, αλλ. εργολήπτης: Εργολάβος δημόσιων έργων. 2. είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα και αβγό. 3. (ειρωνικά), εραστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”